σωληνώνω

σωληνώνω
σωληνῶ, -όω, ΝΑ [σωλήν, -ῆνος]
νεοελλ.
1. τοποθετώ σωλήνα
2. συνδέω με σωλήνα
3. προσδίδω σχήμα σωλήνα
αρχ.
παθ. σωληνοῡμαι, -όομαι
χρησιμεύω ως σωλήνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σωλήνωση — η, Ν [σωληνώνω] 1. τεχνολ. σύνολο διαδοχικά τοποθετημένων σωλήνων έτσι ώστε αυτοί να αποτελούν μια συνεχή κοίλη γραμμή μεταφοράς ενός ρευστού ή ένα μέσο εξωτερικής προστασίας καλωδίων 2. τεχνολ. η τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης σε… …   Dictionary of Greek

  • σωληνώ — όω, Α βλ. σωληνώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”